Δευτέρα 2 Απριλίου 2012

ΜΑΥΡΟΣ - ΕΡΑΣΙΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ





Ακολουθούν αποσπάσματα από ερασιτεχνική συνέντευξη του Γ.Παπαδάκη με τον μεγάλο Νικολή Σαριδάκη ή Μαύρο, Χανιά 1980. Το " Κισαμος - Μουσική και Κουλτούρα" ευχαριστεί θερμά τον γιό του Γιάννη Παπαδάκη, Δημήτρη και τον εγγονό του, Κώστα, για την ευγενή παραχώρηση των αποσπασμάτων.


Ερ: Ήσουν αυτοδίδακτος στο βιολί;

Απ: Ο μακαρίτης ο πατέρας μου έπαιζε λύρα, κι από το σοϊ μου παίζανε όργανα, εγώ δηλαδή το κληρονόμησα αυτό το ταλέντο και μου άρεσε πολύ η μουσική. Κι όταν ήμουνα κοπελάκι, πήγαινα στα γλέντια και έβλεπα τα όργανα και προσπαθούσα να δώ τα κόλπα τους και μετά να πάω να παίξω στο σπίτι να κάνω μπρόβες δηλαδή. Και σιγά σιγά έμαθα και άρχισα να βγαίνω κι εγώ στα γλέντια. Δεκατεσσάρων, δεκαπέντε περίπου ήμουνα κι έπαιζα όπως μπορούσα κι έμενε ο κόσμος ευχαριστημένος....

Ερ: Λένε πολλοί, οι περισσότεροι δηλαδή, ότι στον νομό Χανίων ο Μαύρος ήταν αυτός που δημιούργησε σχολή, αναμόρφωσε τα τοπικά ακούσματα....

Απ: Σχολή; Να μαθαίνω λές;

Ερ: Εννοώ, ότι το παίξιμο σου δημιούργησε μιμητές...

Απ: Ναί, πραγματικά. Κοίτα, εγώ δεν πήγα σε δασκάλους. Αλλά άκουγα όλους τους παλαιοτέρους μας και από τον καθένα τους έπαιρνα κι ένα στοιχείο και μετά έβανα και τα δικά μου τα ακούσματα τα προσωπικά και έκανα τα δικά μου τα κόλπα. Και λέγανε, να έτσε τον παίζει ο Μαύρος τον σκοπό αυτόνα. Οι παλιοί παίζανε με άλλο σύστημα, αλλιώς κρατούσανε το δοξάρι και το χρησιμοποιούσανε με άλλο τρόπο που για εμένα ήτανε κουραστικό, δηλαδή να πηγαίνει το χέρι πέρα-πόδε για να βγάλει μια νότα. Ενώ εγώ έκαμα το εξής, με μια δοξαριά έβγανα μισή στροφή, έκανα ένα γέμισμα, πιο ξεκούραστα γιατί έδινα βάρος στα δαχτύλια πιο πολύ. Μου αρέσανε τα γεμίδια, τα γλυκάδια, αλλά να μην είναι περρίσια, δηλαδή έβανα γλυκάδια στον σκοπό εκειά που το καλούσε κι όχι συνέχεια να χαθεί δηλαδή η ομορφιά του...

Ερ: Δύσκολο αυτό έ;

Απ: Ε ναι, δεν το κάνανε πολλοί, εγώ πέρναγα πολλές ώρες για να παίξω έναν σκοπό και να τον ευχαριστιούμαι, να βγεί δηλαδή ένα σωστό αποτέλεσμα, ωραίο, να το ακούει ο άλλος και να λέει ότι είναι ωραίο πράμα...

Ερ: Πάμε παρακάτω, τα πρότυπα σου ποιά ήτανε;

Απ: Τότε ήτανε φίρμα μεγάλη ο Χάρχαλης. Ήτανε ο Χάρχαλης, ήτανε ο Μαργιάνος, ο Κοπανίδης, ο Κουνέλης ο γέρος, ο Ζερβός, ο Σιδερής, ο Παπουτσής, ήτανε πολλοί. Αλλά αυτοί που μου κάνανε εντύπωση, ο Χάρχαλης, ο Μαργιάνος...

Ερ: Τι είχαν αυτοί και ξεχώριζαν;

Απ: Ο Χάρχαλης έπαιζε στον άσσο, στην τρίχα που λέμε. Δηλαδή, άκουγες ένα ωραίο πράμα χωρίς να χαλάει τσοι σκοπούς. Και τραγούδιε καλά, πολύ καλά. Δηλαδή, άνοιγε το στόμα του κι ήταν ένα πράμα ετσά εντυπωσιακό, πώς να στο πώ, εντυπωσίαζε τον κόσμο αυτό. Κι ο Μαργιάνος ήτανε καλός τεχνίτης, λεβέντης, τσιτσεκλής που λέμε, εφόριε σαλβάρια και τον εθωρούσε ο κόσμος και καμάρωνε...

Ερ: Από αυτούς τους δύο, ποιός σου άρεσε πιο πολύ;

Απ: Ο Χάρχαλης μου άρεσε, να σου πώ γιάντα μ'άρεσε. Ήτανε πιο τεχνικός, έβανε ωραία γλυκάδια, έπαιζε πολύ γλυκό όργανο, εταίριαζε τσοι σκοπούς αναμεταξυ τωνε και είχανε ωραία ακολουθία. Και το τραγούδι του ήτανε που είπα και πρίν εντυπωσιακό. Ενώ ο Μαργιάνος, έπαιζε καλό όργανο, αλλά έπαιζε πιο ξερά, πιο άγρια και δενε τραγούδιε καλά και το απέφευγε αν είχε μπαρή του δίπλα  που τραγούδιε καλά. Εμένα ο Χάρχαλης μ'αγαπούσε πολύ. Ναί. Και με αγαπούσε και με θαύμαζε κι ερχότανε όποτε του σέρβιρε και με έβριστε εδώ και καθόμασταν και παίζαμε και μου έλεγε, να δώ το γλυκάδι που βάνεις στον τάδε σκοπό....

Ερ: Ζήταγε δηλαδή την γνώμη σου;

Απ: Ναί, δεν είχε εγωισμούς με μένα, με αγαπούσε πολύ, μα κι εγώ το ίδιο όμως διότι ο Χάρχαλης ήτανε και θα είναι πάντα η κορφή των Χανίων....

Ερ: Έπαιζες λοιπόν στα πανηγύρια, στους γάμους ε;

Απ: Ναί, στην Αθήνα ανέβηκα και ήμουνα κάμποσο καιρό κι έπαιζα κι εκειδέ και μετά κατέβαινα κάτω κι έπαιζα και παντού, γλέντια πολλά...[...]

Ερ: Με ποιούς έπαιζες;

Απ: Με πολλούς έπαιξα. Με ένα Κολομπάκη έπαιζα κάμποσους χρόνους, μετά έπαιζα με το Λεβεντάκη από το Μάλεμε, με το κακορίζικο το Μαρουβαδάκι έπαιζα....

Ερ: Αυτός σκοτώθηκε κι ήσουν κι εσύ παρόν...

Απ: Ναί, κακιά ώρα. Ο Αντώνης ο Γεραιούδης, μα το λέγαμε Μαρουβαδάκι. Και γαέρναμε από ένα πανηγύρι και στο Γεράνι παραπάνω ήτονε πιωμένος ο οδηγός και του'φυγε το φορτηγό και ντούμπαρε  κι εγώ πρόλαβα κι έπαιξα τον πήδο και τηνε γλύτωσα κι αυτό το κακορίζικο δεν πρόλαβε και το μισέρωσε του θανατά το φορτηγό και το πλάκωσε. Που λές, αυτός ο Αντώνης ήτανε σπουδαίος καλλιτέχνης κι αν ζούσε ακόμα κάμποσα χρόνια θ'αφηνε μεγάλο όνομα, διότι ήτανε λαμπρός χαρακτήρας και τεχνίτης από τσοι λίγους. Ο Κουτσουρέλης τονε φοβότανε, άμε να τονε ρωτήσεις να σου πεί. Ποιόν φοβόσουνα τότε; Τον Μαρουβά θα σου πεί, διότι έπαιζε στην τρίχα.

Ερ: Μάλιστα. Και με ποιούς άλλους έπαιξες;

Απ: Έπαιξα με τον Κουτσουρέλη, με τον Μιχάλη τον Πολυχρονάκη, τον Λευτέρη τον Ντουρουντάκη, τον Καλομοίρη, τον Κάτη τον Αντώνη, τον Λαϊνά, με πολλούς, με ούλους σχεδόν τους Χανιώτες έπαιζα....

Ερ: Ο Ντουρουντάκης ποιός ήταν;

Απ: Ζεί ακόμα ο Λευτέρης, Γερανιώτης είναι. Λαγούτο σωστό, χωρίς πολλά πολλά ετσέ στολίδια. Αλλά αυτός είχε μια φωνή, τι να λέμε εδά. Στα καλά του πάνω δεν είχε το ταίρι του, να πεί τραγούδια ωραία να ακούς μια φωνή, αηδόνι. Να φανταστείς, στην Αθήνα έπαιζε με τον Μουντάκη, κι όταν άνοιγε το στόμα του ο Λευτέρης, δενε τόλμα ο Μουντάκης να τραγουδήσει. Τόσο καλός. Και παίζαμε με τον Λευτέρη το '60 - '65 σε πολλά γλέντια. Και επίσης, ξέχασα να πώ, ήτανε, κι είναι ακόμα, ένας Λιονής Στεφανής, Ρουματσίτης και καλός οργανοπαίχτης και παίξαμε και με αυτόνα. Και είναι στα Χανιά ο Θοδωράκης ο Μανώλης, καλό κοπέλι είναι και τώρα τελευταία έχουμε παίξει κάμποσες φορές...

Ερ: Με τον Κουτσουρέλη πόσα χρόνια παίζατε μαζί;

Απ: Δεκατέσσερα- δεκαπέντε χρόνια παίζαμε...

Ερ: Συνεχώς παίζατε μαζί; Δηλαδή, δεν παίζατε και με άλλους;

Απ: Παίζαμε και με άλλους, αλλά πιο πολύ, δηλαδή εφτά στα δέκα γλέντια τα παίζαμε μαζί. Και μαζί γράψαμε και δίσκους και γινήκανε επιτυχίες μεγάλες. Και στο ραδιόφωνο παίζαμε και παντού παίζαμε, είχαμε πολλά καλέσματα και μας προτιμούσε ο κόσμος...

Ερ: Μα ήσασταν θρυλική ζυγιά...

Απ: Αυτό είναι αλήθεια, ναί. Μας ζητούσε ο κόσμος να πάμε να παίξουμε. Επήγαμε το 1939, όταν ήμασταν στις αρχές μας, στα πρώτα μας, επήγαμε και παίξαμε σε έναν γάμο στον Άη Γιάννη στα Σφακιά και ήτανε η πρώτη μου φορά που έπαιζα στα Σφακιά. Και καθήσαμε στο χωριό και παίζαμε επί δεκαπέντε μέρες. Γιατί, οι Σφακιανοί εδιψούσανε για μουσική, διότι είχανε οικογενειακά, είχανε πένθη και όντενε γινότανε ένα κακό ας πούμε, πενθούσε ούλο το χωριό και για δυό-τρία χρόνια δενε κάνανε ούτε πανηγύρι, ούτε γάμους. Και εδιψούσανε για μουσική και μας είχανε εκεί και δεν μας αφήνανε να φύγουμε. Κι ήτανε ένας Πολύρης μα δεν κατέω ανε ζεί, λεβέντης και καλός μερακλής, χορευτής. Και όταν είπαμε ότι θα φύγουμε, επήρε ένα μαλιχέρι, κατέεις ήντα'ναι το μαλιχέρι έ; Και μας εξάμωσε με το μαλιχέρι και μας ελέει, δεν έχετε να πάτε πουθενά. Ναί. Και καθήσαμε δεκαπέντε μέρες. Και μετά, όταν πήγαμε να φύγουμε να γαήρουμε στα σπίτια μας, διότι να σου πώ ότι τότε δεν υπήρχανε ούτε δρόμοι, ούτε αυτοκίνητα. Και μας κατεβάσανε στο γυαλό να πάρουμε το καϊκι και να βγούμε στην Παλιόχωρα κι από 'κειδέ να πάρουμε ένα φορτηγάκι να έρθουμε στα σπίτια μας. Και στον γυαλό που λές, εδιχονίσαμε με τον Μαργιάνο, διότι ο Μαργιάνος ήτανε σε έναν γάμο στην Ανώπολη. Ο Μαργιάνος έπαιζε στα Σφακιά πολύ, ήτανε η μεγαλύτερη φίρμα στα Σφακιά. Ο Χάρχαλης ήτανε φίρμα στον Αποκορώνα αλλά στα Σφακιά ήτανε ο Μαργιάνος, αυτόνα θέλανε πιο πολύ. Και που λές, μόλις είδαμε τον Μαργιάνο, είπα από μέσα μου, ανάθεμα με ανε πάμε σπίτια μας. Διότι, ο βαρκάρης που'τονε Αγιορουμελιώτης. μας έβαλε στο καϊκι και μετά, αντί να μας επάει στην Παλιόχωρα, μας επήγε στην Αγιά Ρουμέλη και καθόμασταν άλλες δυό μέρες και παίζαμε κι εκεί.

Ερ: Δηλαδή κρατούσαν πολύ τότε τα γλέντια έ; Δεν σας αφήνανε να φύγετε....

Απ: Γιάε, εμείς που παίζαμε ας πούμε κι εκτός Κισάμου, είδαμε πολλά τέτοια περιστατικά. Πηγαίναμε να παίξουμε στο Μπρόσνιερο και καθόμασταν μια βδομάδα. Παρασκευή - Σάββατο - Κυριακή - Δευτέρα παίζαμε στον γάμο και μετά μας επαίρνανε στα σπίτια του χωριού και γλεντίζαμε.  Παίζαμε στου Καμπανού στο Σέλινο και καθόμασταν πέντε - έξι μέρες, πάλι τα ίδια. Και στα χωριά που περνούσαμε, μας σταματούσανε και γλεντίζαμε κι εκειδέ. Καθήσαμε τρείς μέρες στ'Ασκύφου, φύγαμε και στον Αλίκαμπο μας σταματήσανε και καθήσαμε άλλες δυό μέρες. Στσοι Βρύσες καθήσαμε μετά άλλες δυό μέρες. Στα Κεραμιά επήγαμε, στ'Αλετρουβάρι και γλεντούσαμε τέσσερις μέρες. Ενώ στην Κίσαμο, ο κόσμος δεν είχε δίψα τόσο μεγάλη, γιατί ήτανε πολλά τα πανηγύρια, πολλά τα γλέντια και οι γάμοι κι ήτανε και πολλά τα όργανα, πολλές ζυγιές γιατί μέχρι και το '50 η Κίσαμος είχε τα πρωτεία στην Κρήτη από τα όργανα. Και ο κόσμος ήτανε συνηθισμένος, δεν του έκανε δηλαδή εντύπωση να πάει να λαχταρίσει το όργανο, γιατί το άκουγε συχνά πολύ, τουλάχιστον μετά την κατοχή, πρίν ήτανε αλλιώς, οι παλαιοί ήτανε πιο μερακλήδες.  Αλλά και πάλι, κρατούσανε πολλές μέρες οι γάμοι, ειδικά στα πανωμέρια κρατούσανε τρείς - τέσσερις μέρες οι γάμοι....[...]

Ερ: Τραγουδούσες κι εσύ στα γλέντια ή κι ο Κουτσουρέλης για παράδειγμα;

Απ: Ο Κουτσουρέλης δεν είχε καλή φωνή κι απόφευγε. Εγώ τραγουδούσα αρκετά, αλλά είχαμε και μαζί μας, επαίρναμε τότε δηλαδή μαζί μας και τραγουδιστές, αν ξέραμε ότι είναι καλός γάμος και καλό πανηγύρι, παίρναμε τραγουδιστές. Ο Θεοχάρης ο Τζινευρής τραγουδούσε άριστα, ο κακορίζικος ο Κορωνιωτάκης επίσης, ο Λευτέρης ο Ντουρουντής, ήτανε καλοί τραγουδιστάδες. Αλλά και οι λαγουτιέρηδες μετά που δούλεψα μαζί τωνε, τραγουδούσανε καλά, ο Μιχάλης ο Πολυχρονάκης είχε, κι έχει ακόμα δηλαδή καλή φωνή.

Ερ: Είπες πρίν ότι παίζατε στα Σφακιά, κι έπαιζε και ο Μαργιάνος. Παίζανε κι άλλοι εκεί;

Απ: Ναί, παίζαμε εμείς, πολλές φορές. Κισαμίτες πηγαίναμε, βιολιά. Μην κοιτάς που τα τελευταία χρόνια πάνε οι λυράρηδες. Κι ο Μαργιάνος όταν ήτανε στα καλά του, δεν έλειπε από'κεί.
Ο Χάρχαλης έπαιζε, ο Γαλαθιανός έπαιζε με τον Γαλάνη, ο Ζερβός έπαιζε, ο Σιδερής ο Μανωλάκης έπαιζε, ο Ναύτης έπαιζε μαζί με τον μπατζανή του τον Σημαντηρά πρίν πάνε στην Αμερική.....

Ερ: Τον είχα γνωρίσει τον μακαρίτη τον Σημαντηρά στην Αμερική....

Απ: Ναί, ο Ναύτης τον έβγαλε τον Σημαντηρά. Διότι, αυτός έπαιζε μέτριο όργανο κι ο Ναύτης που είναι τεχνίτης, καλιά απ'ούλους μας και το λεώ και του βγάνω το καπέλο, του'δειξε αυτός πώς να παίζει και κάνανε μετά καλή ζυγιά. Και άκουγες μετά τον Σημαντηρά και έλεγες, αυτός είναι μωρέ; Και κάνανε τότε μεγάλη επιτυχία οι δυό τωνε....

Ερ: Τον παραδέχεσαι τον Ναύτη έ;

Απ: Βεβαίως. Διότι είναι τεχνίτης μεγάλος. Και λαγούτο παίζει και μπουζούκι κι ότι όργανο να του δώσεις θα το παίξει. Και μου αρέσει στο βιολί, διότι μπορεί να παίξει έναν σκοπό και την καθεμιά στροφή να τηνε παίξει διαφορετικά και να βάνει γεμίδια και γλυκάδια εκεί που δεν τα περιμένεις.

Ερ: Είναι γεγονός αυτό. Να σε ρωτήσω τώρα Νικολή, με τον Κουτσουρέλη γιατί σταματήσατε;

Απ: Ναί, εμείς παίζαμε πολλά χρόνια. Μετά, αρχίζεις και βαριέσαι, θες να κάμεις και κάτι άλλο.Διαφωνήσαμε σε κάποια πράγματα, εγώ τα ήθελα αλλιώς, ο Γιώργης τα ήθελε αλλιώς και είπαμε να σταματήσουμε και ο καθένας να πάρει το δρόμο του.

Ερ: Έχω ακούσει ότι υπήρξε παρεξήγηση....

Απ: Ο Γιώργης ήτανε, κι είναι κι ακόμα, εγωιστής. Θα μου πείς, ποιός δεν είναι; Και αν έχει και την αξία που έχει ο Γιώργης, δεν είναι; Ναί. Διότι εγώ, το λέω και το υπογράφω αυτό και δεν αλλάζω, ο Κουτσουρέλης αν έλειπε, δεν θα υπήρχε λαγούτο αυτή την στιγμή. Γιατί τον μιμήθηκαν ούλοι οι οργανοπαίχτες σε ούλη την Κρήτη. Έβγανε ένα ωραίο αποτέλεσμα, ωραίο παίξιμο, μερακλήδικο,τεχνίτης, πως να το κάνουμε. Έπαιζε έναν σκοπό και σου έκανε τέτοιο γύρισμα που έλεγες, πώς διάολο το έκανε; Είχε φαντασία στο παίξιμο, δεν ξεπατήκωνε κανένανε και δημιουργούσε δικά του γυρίσματα διότι είχε μουσικό αφτί. Ήτανε κι άλλοι καλοί, ο Μαυροδημήτρης είχε μεγάλη τέχνη, αλλά δεν είχε φαντασία, ο Γιώργης είχε όμως. Αλλά πίστευε ότι μπορεί να παίζει στο γλέντι και να ακούγεται περισσότερο αυτός, εκεί εγώ δεν συμφωνούσα και χαλούσε σιγά σιγά η δουλειά.....[......]

Ερ: Πρίν πάς στο γλέντι, έκανες κάποια πρόβα, προετοιμαζόσουν;

Απ: Ναί, όταν βγαίνανε και καινούργιοι σκοποί, τους μαθαίναμε και κάναμε μπρόβες. Εγώ δηλαδή, όταν μάθαινα σκοπούς που δεν τσοι κάτεχα, έκανα πολύ ώρα μπρόβες. Ο Χάρχαλης ερχότανε και μου έδειχνε σκοπούς παλαιϊκούς, διότι ήτανε γνώστης σε αυτά τα πράματα και μου΄δινε την γραμμή κι ύστερα έπαιρνα εγώ τον σκοπό και τον έπαιζα. Και ο κόσμος, όταν έβγαινε ένας σκοπός κι έκανε ντόρο, μας τονε ζητούσε συνεχώς, οπότε έπρεπε να είμαι έτοιμος να τονε παίξω. Όταν γράψαμε τον Κολυμπαριανό στον δίσκο κι έγινε μεγάλη επιτυχία, ο οποίος είναι προσωπική μου έμπνευση, πήγαμε και παίξαμε με τον Κουτσουρέλη στο Βλάτος στα πανωμέρια σε ένα γάμο. Σε πληροφορώ ότι καμιά εικοσαριά φορές μας εζητήσανε να παίξουμε τον καινούργιο σκοπό. Κι όταν ο Ναύτης έβγαλε τον δίσκο με τον Βατολακιανό σκοπό, μεγάλη επιτυχία κι αυτή, μας εζητούσανε να τον παίξουμε και πέντε και δέκα φορές στο ίδιο γλέντι. Οπότε, έπρεπε να έχω κάνει μπρόβα για να μπορώ να τονε παίξω σωστά. Και μας παραγγέλνανε και ευρωπαϊκά τραγούδια, ταγκό. Και έπρεπε εγώ να τα γνωρίζω κι έκανα πολύ ώρα μπρόβα για να τα παίζω αυτά τα πράματα.....