Τρίτη 15 Μαρτίου 2011

ΜΑΝΩΛΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

Στην λύρα ο θρυλικός Πλακιανός, λαγούτο ο Μαν.Θεοδωράκης.


1923 - 1997

Σπουδαίος λαγουτιέρης από το Νησί, μια απομονωμένη και ερειπωμένη σήμερα γειτονιά των Τοπολίων Κισάμου. Ξεκίνησε να δουλεύει σε ένα κουρείο στα Χανιά, όπου ήρθε σε επαφή με διάφορους μουσικούς κι εκεί πρωτόπιασε το λαγούτο. Κουρέας στο κύριο επάγγελμα του, σταδιοδρόμησε για αρκετά χρόνια στην κρητική μουσική. Πολύ καλός στις δημόσιες σχέσεις για εκείνη την εποχή, συνεργάστηκε με τους κορυφαίους βιολιστές και λυράρηδες όπως ο Μιχ.Κουνέλης, ο Δημήτρης Χριστοφοράκης, ο Νικ.Σαριδάκης ή Μαύρος, ο Νικ.Χάρχαλης, ο Στρατής Γαλαθιανός, ο Μιχ.Παπαδάκης ή Πλακιανός κ.α.
Βέβαια, δεν έπαιξε μαζί τους λόγω των καλών δημοσίων σχέσεων μόνο, αλλά και λόγω της πολύ καλής του τεχνικής πάνω στο λαγούτο. Μπορούσε να κλειστεί σε ένα δωμάτιο και να αυτοσχεδιάζει στο όργανο του με τις ώρες. Επίσης, έπαιξε με τους δύο κορυφαίους λυράρηδες του Ρεθύμνου, τον Θ.Σκορδαλό και τον Κ.Μουντάκη. Μάλιστα, με τον Μουντάκη εμφανίστηκαν από κοινού στην κινηματογραφική ταινία "Το νησί των γενναίων". Έπαιξε πολλές φορές στο ραδιόφωνο και έλαβε μέρος σε αρκετές ηχογραφήσεις με τον Δημ.Χριστοφοράκη και τον Γαλαθιανό.

ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ: ΕΡΑΣΙΤΕΧΝΙΚΗ-ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΝΙΚ.ΧΑΡΧΑΛΗ!




Παραθέτουμε μερικά αποσπάσματα από την ερασιτεχνική συνέντευξη του Νικολή Χάρχαλη στον ερασιτέχνη μελετητή Ιωάννη Παπαδάκη (Ελληνοαμερικάνο) που έλαβε χώρα το καλοκαίρι του 1970 στα Χαρχαλιανά Κισάμου. Ευχαριστούμε από καρδιάς τους απογόνους του Ι.Παπαδάκη, Μανώλη-Κώστα-Ελένη για την ευγενή παραχώρηση των αποσπασμάτων αυτών, καθώς και για τα αποσπάσματα από συνεντεύξεις άλλων καλλιτεχνών που θα προβληθούν στο μέλλον από το blog μας. Θα διαβάσετε πολύ σημαντικά πράγματα από την ζωή του Χάρχαλη, αλλά και για την μουσική μας παράδοση. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η καταγραφή από τον Ιωάννη Παπαδάκη που προσπάθησε να μεταφέρει ακόμα και την ιδιωματική γλώσσα-προφορά του Χάρχαλη.

+++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++

Ι.Π: Με την μουσική πώς ασχολήθηκες; Πως ξεκίνησες να παίζεις;

Ν.Χ: Εμείς στην οικογένεια μας πάντα γλεντίζαμε. Ο πατέρας μου ο συγχωρεμένος ήταν καλά καλός τραγουδιστής και άξιος χορευτής και μερακλής. Θυμούμαι να παίζει ένα μαντολινάκι στσοι παρέες, μην φανταστείς σπουδαία πράματα, ίσα ίσα για να κάνει κέφι η παρέα. Ο Μανιάς ο γεροντής ήταν πολύ φίλος με τον πατέρα μου και ερχότανε σπίτι μας και έπαιζε πολύ συχνά….

Ι.Π: Ο Μανιάς; Ποιος ήταν αυτός; Μουσικός;

Ν.Χ: Ναι, ο Μανιατάκης ο Γιάννης από τα Μαρεδιανά, επάε ένα χωριό. Βιολί έπαιζε,
ήτανε άσος στην εποχή του. Από αυτόν εγώ ζήλεψα και ήθελα να πιάσω όργανο. Αλλά ήμουνα μιτσός και τα χέρια μου δεν φτάνανε το βιολί. Με τα πολλά έθιαξα μοναχός μου ένα λυράκι με αθανάτους και έπαιζα μοναχός μου. Ο πατέρας μου όμως είδε ότι το ήθελα πολύ το όργανο και μου πήρε μια κανονική λύρα. Και έτσι έπαιζα σιγά σιγά μέχρι να μάθω μερικά σκοπουλάκια. Η συγχωρεμένη η μάνα μου, είχε έναν αδερφό, τον Γιαννάκη τον Φελεσάκη από τον Αερινό που εκείνη την εποχή ήτανε η φίρμα στα Πανωμέρια. Αυτός που λές ο Φελεσογιαννάκης πρίν πιάσει το βιολί έπαιζε λύρα και γι’αυτό μου έδειξε μερικά πράματα...

Ι.Π: Το βιολί δεν το είχες σκεφτεί καθόλου τότε;

Ν.Χ: Ε μα αυτό θέλω να σου πώ, εμένα μου άρεσε πιο πολύ το βιολί. Ζήλευα τσοι βιολατόρους που πήγαινα στα γλέντια. Αλλά σου είπα, ήμουνα μιτσό κοπελάκι και δεν μου σερβίριζε να βαστίξω το βιολί καλά. Όταν όμως μεγάλωσα κάπως, ο πατέρας μου, μου αγόρασε ένα βιολί.

Ι.Π: Και πήγες σε δάσκαλο να μάθεις;

Ν.Χ: Ποιόν δάσκαλο; Τότες δεν υπήρχανε ούτε δασκάλοι ούτε πράμα. Ό,τι έπιανε το αφτί μου στα γλέντια. Ήτανε ένας Παλιμέτης, πήγα μερικές φορές και μου’δειξε λίγα πράματα, ήτανε καλός αυτός. Κι ένας άλλος, ο Γιαννούδης, μου έκαμε δύο τρία μαθήματα. Κι ο μπάρμπας μου ο Φελεσογιαννάκης κι αυτός μου’δειξε μερικά. Αλλά πιο πολύ, ό,τι έπιανε το αφτί μου. Άκουγα στα γλέντια τσοι βιολατόρους κι ύστερα πήγαινα σπίτι και έκανα μπρόβες μοναχός μου. [..]

---------------------------------------

Ι.Π: Ποιανού ο πατέρας ήταν; Μπαλαμπός;

Ν.Χ: Ναι, ο Μπαλαμπός ο Κωστάκης από τα Μπαλαμπιανά, παλιός κι αυτός. Έπαιζε, αλλά υπήρχανε άλλοι πολύ πιο καλύτεροι. Αυτός βέβαια είχε ένα άλλο καλό, κάτεχε πολλά σκοπουλάκια να παίζει, ήταν αβάρετος στα γλέντια δηλαδή. Εγώ είχα ακούσει κι άλλον έναν παλιό, τον Τριανταφυλλάκη, τον Κιώρο τον λεγόμενο από τον Γαλουβά. Αυτοί οι Κιώροι ήτανε μουσικοί από παλιές γενιές. Κι ο πατέρας του, κι ο λάλος του ήτανε βιολατόροι. Αυτός είχε ένα βιολί ακριβό, δεν κατέω εδά που βρίσκεται. Τον είχα ακούσει αυτόν που λές σε μια γιορτή στα Ζαχαριανά, ήτανε πολύ γέρος τότε, αλλά έπαιζε σωστά και σκεφτόμουν «μα δηλαδή, στα νιάτα του πόσο καλά ακόμα θα έπαιζε;».

Ι.Π: Μόνο βιολιά υπήρχαν τότε;

Ν.Χ: Στα γλέντια ήτανε το βιολί. Δηλαδή, όποιος ήθελε να παίξει κάποιο όργανο να προκόψει, έπαιζε βιολί. Ο κόσμος στα γλέντια ζητούσε δηλαδή συνέχεια να παίζουν βιολιά. Τα λαγούτα, μην φανταστείς, ζήτημα εδά και κιαμιά ογδονταριά χρόνια να έχουν κάμει δουλειά. Παλιά δεν θυμούμαι εγώ να υπάρχουνε πολλά λαγούτα. Τότε, πρό του 1890, ζήτημα να παίζανε σε ούλη την Κίσαμο 6-7 λαγούτα...

Ι.Π: Λύρες παίζανε; Μαντολίνα;

Ν.Χ: Επαέ, έπαιζε καλή λύρα ο Νικηφόρος ο Μαυροδημήτρης, του Σταύρου ο πατέρας. Ήτανε ο καλύτερος τση Κισάμου. Αυτόν τον θυμούμαι πολύ καλά γιατί τον έζησα σε πολλά γλέντια και παρέες. Δεν ήθελε και πλερωμή, ένα λαϊνάκι κρασί να του’βανες και ένα μεζεδάκι και καθότανε ούλη την νύχτα κι έπαιζε. Έκανε κάτι όμορφα γυρίσματα στον Λουσακιανό σκοπό. Είχε έναν λαγουτιέρη από τσοι Καλάθενες, έναν Σγουρομάλλη με σαλουβάρια και παίζανε σε ούλα τα χωριά τση μπάντας μας, από το να πάς Καλλεργιανά μέχρι πάνω στα Τσουρουνιανά. Αυτός ήτανε ας πούμε έτσα φίρμα έπαε πέρα. Τώρα’δά, ανε παίζανε κι άλλοι, αλλά όχι στα γλέντια, ναι, ήτανε μερικοί, κατέω μερικούς μα δε ζούνε εδά..

Ι.Π: Γιατί συνέβαινε αυτό;

Ν.Χ: Ποιο;

Ι.Π: Το ότι δεν παίζανε πολλές λύρες στην Κίσαμο.

Ν.Χ: Η λύρα δεν μπορούσε να παίξει σωστά τα δικά μας τραγούδια όπως το βιολί. Δηλαδή, σαν να λές αντί για τα δώδεκα ευαγγέλια, τα έξι. Κατάλαβες έ; Όσο καλός κι αν ήτανε ο οργανοπαίχτης, δεν μπορούσε να πιάσει όλο τον σκοπό σωστά. Ο Νικηφόρος που ήτονε άξιος οργανοπαίχτης, από ένα σημείο και μετά άφηνε τον σκοπό να πάει μόνος του, δεν έφτανε δηλαδή το όργανο να τονε παίξει ολάκερο. Είχε και ένανε με κλαρίνο και του έπαιζε στα μέσα του σκοπού για να κρατήσει τα μέτρα. Στο Ηράκλειο ή στο Ρέθεμνος που παίζουν άλλους σκοπούς, μπορεί η λύρα να τα παίζει καλιά από το βιολί, αλλά επαέ, στην Κίσαμο, το βιολί είναι ο άρχοντας των οργάνων. Και στο Σέλινο ασφαλώς και στα άλλα μέρη των Χανίων. Εμείς δηλαδή πάντοτε παίζαμε βιολιά, κι η δικιά μου γενιά και του πατέρα μου και του παππού μου κι ουλωνώ. Ήρθε οπέρυσις ένας Γάλλος επαέ κι ήτανε λέει μουσικάντης καθηγητής και μας έλεγε ότι στην Κίσαμο παίζουνε βιολί πεντακόσα χρόνια. Γροίκα πράματα. Παλιά, πριν το βιολί αμα με ρωτήσεις δεν κατέω ήντα όργανα είχανε. Μπορεί να είχανε τα φιαμπόλια πως τα λένε, κι άλλα. Και μαντολίνα. Ναι. Θυμούμαι τα μαντολινάκια στσοι παρέες και παίζανε ετσά γλυκά. Μα δεν τα θέλανε οι παλιοί βιολατόροι να παίζουνε στα γλέντια γιατί λέει δεν είχανε δυνατό ήχο. Μαντολινάκια παίζανε πολύ οι κοπελιές. Δηλαδή, να άκουγες τσοι κοπελιές που παίζανε μαντολινάκια και τραγουδούσανε, ωραία πράματα. Και πώς τα λένε τ’άλλα, μπουζούκια. Ναι. Εγώ πρόφταξα μερικούς που παίζανε μπουζούκια. Στον Δραπανιά ήτανε δυό και παίζανε, κι άλλος ένας ήτανε στο Κολυμπάρι.

Ι.Π: Μπουζούκια; Ποια, αυτά που παίζουν στα λαϊκά και στα ρεμπέτικα;

Ν.Χ: Δεν κατέω εγώ ρεμπέτικα και τέτοια. Παίζανε μπουζούκια, έτσα τα λέγαμε, σαν τα λαγούτα αλλά πιο μιτσά τα σκάφη των και είχανε μακρουλούς λαιμούς. Ήτονε κι ένας στο Ρέθεμνος κι ακόμα δηλαδή είναι, κι έπαιζε τέτοιο όργανο, ο Στέλιος ο ρολογάς, τ’ανήψιο του Καρεκλά, θαρρώ και παίζει κι ακόμα αυτός, ωραίο παίξιμο, μερακλήδικο.

Ι.Π: Μάλιστα. Η δική σου η γενιά πιστεύεις ότι έβγαλε καλούς βιολιστές;

Ν.Χ: Αυτό θέλει κουβέντα και θα σου πώ γιάντα το λέω. Οι παλιοί μας, που είχανε φτωχά πράματα, παλιά όργανα, πιστεύω ότι σε κάποια πράματα είχανε καλύτερη τέχνη. Δηλαδή, ο Ματζουράνας έπαιζε έναν σκοπό δικό του, τον Σερτό του Ματζουράνα που λέγαμε, κι όταν τον έπαιζε δεν του έβριστες ψεγάδι. Αυτόν τον σκοπό να τον έπαιζα ακόμα κι εγώ, κάτι άσχημο θα του έβριστες. Κατάλαβες; Εμείς μπορεί να κάναμε προόδους σε κάποια πράματα, όμως οι παλιοί μας ήταν πιο σωστοί.

----------------------------------------------------------------

[....]
Ν.Χ: Δικούς μου σκοπούς εγώ Γιάννη, δεν έχω. Σκοπούς βγάνανε οι παλαιότεροι και μερικοί άλλοι...

Ι.Π: Ξέρω όμως ότι έχεις κι εσύ κάτι...

Ν.Χ: Ναι, έπαιξα σερτά, που υπήρχανε βέβαια και από παλαιότερα. Εγώ απλά έβαλα περισσότερα στολίδια και τα έθιαξα κάπως αλλιώς. Ήτανε σερτά που δεν υπήρχε γνωστός συνθέτης για αυτά, ειδάλλως ούτε καν θα τα ακουμπούσα. Για να σου δώσω να καταλάβεις, ο σερτός του Χάρχαλη που λένε, είναι σκοπός παλαιότατος που δεν κατέμε ποιανού είναι. Είχα ρωτήξει και τον Ματζουράνα να μου πεί ποιανού είναι ο σκοπός, κι αυτός μου έλεγε ότι δεν κατέει αλλά τονε παίζει τον σκοπό αυτό από το 1860 περίπου. Εγώ τον έπαιξα με έναν άλλο τρόπο, διαφορετικό, του έβαλα κάμποσα γεμίσματα κι επειδή μου άρεσε και τον έπαιζα συνέχεια, το κολλήσανε οι άλλοι «ο Σερτός του Χάρχαλη». Κι άλλος ένας σκοπός που μου αρέσει πολύ είναι ο Θερισιανός, μα δεν είναι ολάκερος δικός μου. Δηλαδή, εγώ έπαιζα πάνω στον Χανιώτικο σκοπό κι έκαμα κάμποσα γυρίσματα δικά μου και τον έθιαξα με έναν τρόπο για να τον αφιερώσω στσοι Θερισιανούς που πάντοτες εκτιμούσα γιατί με καλούσανε κάθε χρόνο να τωνε παίζω στα γλέντια τους. Και πάντα μου, στα θερισιανά γλέντια ξεκινούσα με αυτό τον σκοπό. Κι έμεινε λοιπόν αυτός ο σκοπός έτσι. Αλλά Γιάννη, στο ξαναλέω, δεν τα θεωρώ αυτά τα σερτά σαν προσωπικές μου συνθέσεις. Είναι, πώς να στο πώ...

Ι.Π: Σαν διασκευές ας πούμε ε;

Ν.Χ: Ναι, αυτό. Χαριτωσιές που λέγανε οι παλιοί. Εγώ Γιάννη, δεν ήθελα να φάω τον κόπο κιανενός. Γιατί ο άλλος έχει φάει ιδρώτα για να βγάλει έναν σκοπό. Εγώ λοιπόν γιάντα να τονε πάρω και να πώ «να, δικός μου είναι». Ποτέ δεν είπα «όχι» όταν μου ζητούσανε οι νεώτεροι να τωνε μάθω μερικούς παλιούς σκοπούς. Γιάντα το λοιπόν μετά κάθονται και λένε ότι είναι δικά τωνε γεννήματα;

Ι.Π: Δηλαδή; Πιστεύεις ότι μερικοί έχουν πάρει σκοπούς από άλλους και τους έχουν κάνει δικούς τους; Σε ρωτάω γιατί και με τον Κωστή τον Ναύτη πρίν λίγους μήνες στην Αμερική είχαμε την ίδια κουβέντα και με ενδιαφέρει πραγματικά η άποψη σου.

Ν.Χ: Να μην ανοίξουμε αυτή την κουβέντα γιατί θα παίξω κάμποσες βλαστημιές πάλι. Τσοι προάλλες πάλι είχαμε την ίδια κουβέντα στου Γιώργη τον καφενέ. Και των είπα ουλωνών εγώ «βρείτε μου έναν σήμερα κι απόης να μην έχει πάρει έστω μισή στροφή από έναν παλιό σκοπό». Και γυρνά ένας και μου λέει «μα ο τάδε σκοπός είναι καινούργια σύνθεση». Και λέω, μα ίντα κουβεντιάζεις εδά; Εγώ αυτό τον σκοπό τον άκουσα το 1910 να τονε παίζει ο Φαντομανώλης κι εσύ μου λές ότι είναι προπέρσινος; Εμείς Γιάννη παίζαμε το 1910, το 1920 πολλά σερτά και σήμερα γροικώ από μερικούς και λένε «είναι σκοπός προσωπικής μου έμπνευσης». Και λέω, γιάε εκιέ μια κοπρά που καμαρώνει. Και σου μιλάω για σκοπούς που παίζαμε εμείς προ εβδομήντα χρόνους. Και βάλε κι αυτούς που παίζανε οι παλιοί μας και τσοι βγάλανε πριν έναν αιώνα. Μα αυτό δηλαδής δεν είναι ατιμία; Πές ότι ο Ματζουράνας ήτονε απονήρευτος, ήτονε αμάθητος και καθόμουν εγώ και τσιμπούσα 2-3 σερτουλάκια δικά του και καμωνόμουν ότι τα πρωτόπαιξα εγώ. Με ίντα μούτρα μετά θα έλεγα καλημέρα αυτού τ’ανθρώπου; Δεν είναι ντρέτα πράματα αυτά.

Ι.Π: Πιστεύεις ότι αυτά τα κάνουν εκτός Χανίων, ή και Χανιώτες;

Ν.Χ: Παντού τα κάνουν. Να σου πώ και κάτιτις. Βγαίνει μια φορά, θα’τανε περίπου το ’35 ποθές ο Καρεκλάς, ο Παπαδάκης που λέγανε από το Ρέθεμνος. Αυτός ήτανε ο καλύτερος του Ρεθέμνους τότε, έπαιζε λύρα που σηκώνονταν κι οι πέτρες να χορέψουνε. Βγαίνει το λοιπόν στην Χώρα, στα Νεώρια που ήτονε μερικές ταβέρνες και λέει «σήμερα θα σας παίξω έναν καινούριο ρεθεμιώτικο σκοπό». Κι ίντα θαρρείς ότι’παιξε; Τον Σελινιώτικο. Και του λέει ο Σταύρος ο Μαυροδημήτρης, «μα είσαι στα καλά σου; Εμείς αυτόν τον σκοπό τονε παίζουμε εξήντα και βάλε χρόνους.» Και λέει και ο Καρεκλάς «μα να, εγώ τον άκουσα από τον Ροδινό που τον έπαιζε κι εθάρρουνα ότι είναι δικός μας»…

Ι.Π: Ο Μαυροδημήτρης έπαιζε μαζί με τον Καρεκλά;

Ν.Χ: Όϊ, ο Καρεκλάς έπαιζε με τον ανηψιό του. Εμείς παίζαμε σε μια διπλανή ταβέρνα κι είχαμε πάει λίγο για να ακούσουμε τον Καρεκλά διότι εγώ τον συμπαθούσα σαν οργανοπαίχτη. Ναι, κατάλαβες δηλαδή; Επειδή τον έπαιζε τον σκοπό ο Ροδινός πάει να πεί ότι τον έβγαλε αυτός;

Ι.Π: Ο Ροδινός που τον ήξερε τον σκοπό αυτόν;

Ν.Χ: Ο Ροδινός, σαν υπηρετούσε στρατιώτης στη Χώρα, είχε έρθει και σε’μένα να του δείξω. Εγώ όμως έπαιζα σε γλέντι και του είπα «ό,τι πιάσεις». Αυτός ερχότανε όντε έπαιζα και καθότανε 3-4 ώρες σου λέω και άκουσε μερικούς σκοπούς. Του είχε δείξει όμως και ο Γιώργης ο Μαργιάνος μερικά σκοπουλάκια. Και ίντα’καμε το λοιπόν. Πήρε δυό-τρείς πλάκες του Χαρίλαου τ’Αμερικάνου, ξεπατήκωσε τσοι σκοπούς, προσπάθησε να τσοι παίξει όπως κι όπως και ύστερα νόμιζε ότι μπορεί να παίξει ούλα τα σερτά. Μα δεν είναι ετσά όμως. Μετά έκαμε και δυο πλάκες και έπαιξε μερικά χανιώτικα σερτά και τα έκαμε αγνώριστα. Και ύστερα πόθανε το κακορίζικο και άφηκε όνομα.

Ι.Π: Δηλαδή, δεν ήταν καλός λυράρης;

Ν.Χ: Καλός αλλά δεν ήτανε ο καλύτερος Γιάννη. Μπορεί να είχε μεράκι, αλλά υπήρχανε τότεσας στο Ρέθεμνος οργανοπαίχτες που ήτανε πέντε σκαλοπάτια παραπάνω από τον Ροδινό. Και ο Καραβίτης μου έλεγε πως όταν είχε πρωτοβγεί στα πράματα (ο Ροδινός), δεν τονε θέλανε στο Ρέθεμνος και πολύ. Αλλά απόθανε το κακορίζικο νωρίς πολύ, ήτονε και καλό κοπέλι και ο κόσμος ανέβασε το όνομα του. Αμα δεν πόθαινε όμως, δεν θα είχε αφήσει ούλη αυτή την φήμη.

Ι.Π: Μήπως είσαι λιγάκι αυστηρός αυτή την στιγμή;

Ν.Χ: Εγώ λέω την αλήθεια. Αυτό που με ρωτάς , αυτό σ’αποκρίνομαι.

Ι.Π: Ναι αλλά σήμερα ο Ροδινός θεωρείται ας πούμε κλασσικός λυράρης….

Ν.Χ: Γιάννη, αν άκουγες εκείνα τα χρόνια λυρατζήδες θα καταλάβαινες ποιοι ήτονε πραγματικά οι άφταστοι. Ανε πρόφτανες τον Κουφιανό, τον Νικηφόρο, τον Καντέρη, εκειά να ζαλιζόσουνα από την γλύκα που βγάνανε. Υπήρχε κι ο Καραβίτης στο Ρέθεμνος, όφου και που’σουνα να τον ακούς να τραγουδεί και να παίζει να μην σου κάνει όρεξη να φύγεις. Τόσο καλός ήτανε. Κι ένας άλλος, ο Λαγός ο λεγόμενος, Ρεθεμιώτης κι αυτός, έπαιζε μια ωραιότατη λύρα…

Ι.Π: Ο Λαγός ήταν νεώτερος του Καραβίτη…

Ν.Χ: Δεν κατέω, μπορεί να ήτονε και σιόκαιροι αλλά δεν έχει σημασία. Ο Λαγός και ο Καραβίτης κι ο Καρεκλάς ο Παπαδάκης, αυτοί οι τρείς ήτονε οι καντονάδες του Ρεθέμνους.

Ι.Π: Να καταλάβω ότι δεν συμπαθείς πολύ την λύρα έ;

Ν.Χ: Αυτό δεν είναι αλήθεια. Εμένα μ’αρέσουνε ούλα τα όργανα που παίζουνε καλή μουσική. Κι ας είναι και βιολί και λύρα και λαγούτο και σαντούρι και μπουζούκι. Αυτό που δεν μου αρέσει είναι ο ξιπασμένος οργανοπαίχτης, κι ο ακάτεχος. Ο Σταγκάκης ας πούμε, αυτός που θιάζει και λύρες εδά (σ.σ. Εννοεί τον Μανώλη Σταγάκη). Ο Σταγκάκης, μια φορά που ήμουνα στο Ρέθεμνος στην Επισκοπή, με πλησίασε να του πώ μερικούς σκοπούς αλλά δεν του έδειξα. Και ακόμα μου το κρατά. Ναι. Προ καιρού που είχε ανταμώσει με τον Σταύρο τον Μαυροδημήτρη, ναι, του το έλεγε « Ο Χάρχαλης τότες δεν μου έδειξε». Και να κάτεες όμως πόσα γλέντια δανεικά του'δωκα μιαν εποχή στ'Αποκορωνιώτικα που δεν είχε να φάει. Και μετά, καθίζει και λέει για'μένα. Είναι σέβας αυτό;... [...]


-------------------------------------------------------------

[.....]

Ι.Π: Τότε πως σε πληρώνανε; Χαρτούρα σου ρίχνανε, ή έπαιρνες και προκαταβολή;

Ν.Χ: Τα χρόνια που, στο είπα και πρίν, ήτονε φτωχά. Μπορώ να σου πώ ότι πολλά γλέντια στα νιάτα μου, είκοσι χρονών, τα έπαιξα τζάμπα εντελώς. Δεν είχε ο κόσμος να φάει, θα είχε να χορέψει θαρρείς; Μας εβάνανε λάδι, κρασί, τσικουδιά, μας εδούδανε που και που κιαμιά όρθα, τέτοια πράματα. Παράδες από το ’20 και μετά ξεκινήσανε να βάνουνε. Τα καλοστεκούμενα σπίτια δίνανε κάτιτις παραπάνω, τα πιο παρακατιανά ας πούμε, μπορεί και πράμα. Ε, μερικοί για να με σιγουρέψουνε, μου λέγανε «πάρε κουμπάρε δυό λίρες μπροστάντζα και όταν θα παίξεις θα πάρεις κι άλλες». Αλλά εγώ, ρώτα όποιονα θές, ποτέ δεν έκαμα μπαγαποντιά και να μην πάω να παίξω. Πάντα, όταν έδινα το λόγο μου, τονε τηρούσα. Μου έλεγε ο άλλος, δεν έχω πολλά να σου δώσω. Ε και, του έλεγα, νύχτα είναι, θα περάσει. Θα πιούμε, θα χορέψομε και θα κλέψομε μια του χάρου. Για τσοι παράδες θα στεναχωριόμαστε; [...]
----------------------------------------------------------------------

[...] Ι.Π: Τον Τζέγκα τον ήξερες;

Ν.Χ: Ο Τζέγκας πήγαινε όπου παίζανε τα όργανα. Όποιος και να’παιζε, πήγαινε και καθότανε να τραγουδήσει. Εγώ τονε γνώριζα καλά γιατί ψώνιζα κι από αυτόν αρκετές φορές τα ψάρια. Και σε μερικά μου γλέντια είχε έρθει να τραγουδήσει κι όταν κουραζόμουνα, τον άφηνα να πεί κιανά μαντιναδάκι. Στην χάση και στην φέξη σκάρωνε το σκοπουλάκι. Να σου πώ κι ένα περιστατικό. Είχε βγάλει έναν σερτό, κάπου το’30 θα ήτανε πρέπει. Θαρρώ ήτονε ο πρώτος σκοπός του. Εγώ τότε καθόμουνα στο Καστέλι στον καφενέ κι ήμουνα έτοιμος να πάω να παίξω σε έναν γάμο στο Βουργάρω και έρχεται ο Τζέγκας και μου λέει «Χάρχαλη,γροίκα κάτι». Και μου τραγουδά έναν σκοπό. Μ’άρεσε, πιάνω το βιολί και τον αρπάζω επί τόπου. Και μου λέει ο Τζέγκας «έτσα θα παίζεται από εδώ και πέρα». Πιάνει κι ο Κουτσουρέλης το λαγούτο και ξεκινά κι αυτός και τον βγάνουμε τον σκοπό μέσα σε δέκα λεφτά, όπως τον ήθελε ακριβώς ο Τζέγκας. Και λέει ο Τζέγκας, «επειδή τον έβγαλα στ΄ακρωτήρι, θα τονε αφιερώσω στη Γραμπούσα». Κι έτσα έμεινε ο σκοπός αυτός. Γροίκα δά και το καλό. Δεν περνούνε ούτε τρία χρόνια, εμείς τον παίζαμε παντού αυτό τον σκοπό, κι έρχεται στα χέρια μου μια πλάκα που μόλις είχε φτάσει από την Αμερική από τον Χαρίλαο. Βάνουμε την πλάκα στο μαραφέτι κι ίντα έπαιζε θαρρείς; Το Γραμπουσιανό σερτό με την ονομασία «σερτός του Χαρίλαου». Κατάλαβες; Μετά βέβαια μάθαμε, ο Καντερογιώργης μου το είχε πεί, ότι ένας ντόπιος Καστελιανός που έπαιζε λαγούτο, είχε φύγει εκείνη την χρονιά στην Αμερική να πάει να ζήσει και ήβρηκε τον Χαρίλαο και του σφύριξε κάμποσα σερτά, ένα από αυτά και τον Γραμπουσιανό. Κι ο Χαρίλαος πήγε επί τόπου και τον έπαιξε στην πλάκα μετά.

Ι.Π: Ο Τζέγκας δηλαδή σε εμπιστευόταν έ;

Ν.Χ: Δεν του έκαμα ποτέ κωλοτούμπα, όϊ μόνο του Τζέγκα, ουλωνώ επαέ. Ο Μαριάνος κληρονόμησε από τον πατέρα του μερικά σερτουλάκια. Μα κι αυτός, ποτέ δεν είπε ότι «ξέρετε κύριοι, τα έγραψα εγώ». Ποτέ. Πάντα έλεγε "εδά θα σας παίξω την σειρά του πατέρα μου"... [...]
---------------------------------------------------------

[...]Ι.Π: Πιο συχνά σε ποια μέρη έπαιζες;

Ν.Χ: Όπου με καλούσανε ο κόσμος, έπαιζα. Και στο Σέλινο και στα Κεραμιά στα μαδαροχώρια και στα Σφακιά, παντού. Τα περισσότερα γλέντια εντάξει, τα είχα επαέ στην Κίσαμο στα γύρω χωριά, αλλά έπαιξα σχεδόν σε ούλα τα Χανιά, από το Σφηνάρι μέχρι τον Κουρνά και την Ασή Γωνιά. Στο Σέλινο έπαιζα τακτικά, σε γάμους και πανηγύρια, είχα πολλούς φίλους εκειά πέρα, είχα και τον λαγουθιέρη τον Κλεινάκη τον Αντώνη, σπουδαίος οργανοπαίχτης αυτός. Μαζί παίζαμε για πολλά χρόνια στα σελινιώτικα γλέντια. Και στα Κεραμιά ήτονε ένας Αθούσης, σπουδαίος χορευτής και έκανε πανηγύρι και με καλούσε κάθε χρόνο. Στα Σφακιά έπαιζα μέχρι το '35 κάθε χρόνο σχεδόν στην Αράδαινα, στον Άγιο Γιάννη, στο Μουρί και σ’άλλους τόπους. Στην Ανώπολη είχα φίλους, αλλά επειδή βαστούσε η ρίζα των Μαργιάνων από’κειά, έπαιζε ο Γιώργης. Στα Λιβανιανά το ’25 πήγαμε να παίξουμε σε έναν γάμο και καθήσαμε εκειά δέκα μέρες, δεν μας αφήνανε να γαήρομε πίσω. Με το που πήγαμε να φύγομε, ένας από την παρέα μας επήρε με το ζόρι να πάμε στο σπίτι του στση Αγιάς Ρουμέλης στη Σαμαριά με βάρκα, γυαλό γυαλό, μου βγήκανε τα σκώθια μου, κάτσαμε κι εκειά άλλες πέντε μέρες και γλεντίζαμε κι άντε πάλι να γαήρω στα Λιβανιανά που'χα παρετημένη την φοράδα μου. Είχα τότεσας μια καλή φοράδα και δεν καταλάβαινε αυτή από γκρεμνά και κακοδρομιές και μπόρουνα να γυρίζω ούλα τα χωριά με άνεση ας πούμε. Αλλά θέλαμε και μέρες για να πάμε από τον ένα τόπο στον άλλον γιατί δρόμοι δεν ήτονε, λεωφορεία δεν ήτονε, κι όποτε φτάναμε. Μια φορά, αργήσαμε να πάμε σε έναν γάμο στου Καμπανού κι αιτία ήτανε που μας καθυστερούσανε στα χωριά που περνούσαμε, μας κατεβάζανε από τ’άλογα και μας κερνούσανε. Στην Μάζα μας κρατήσανε θυμούμαι πάνω από πέντε ώρες να παίζουμε στα καφενεία. Μπορεί να έκανα και δεκαπέντε μέρες κι είκοσι μέρες κι έναν μήνα να γαήρω στο σπίτι μου από τα γλέντια. Ποτέ δεν μπορούσα να πώ με σιγουριά «θα πάω τρείς μέρες στση Μελισσιάς και θα γαήρω σπίτι». Γιατί έφευγα από τση Μελισσιάς από το μονοπάτι και περνούσα από το Σηρικάρι και με στένανε εκειά και δεν μπορούσα να φύγω και κάθιζα δυό μέρες. Πάντα κάποιος θα μας έπαιρνε να πάμε να παίξομε σπίτι του, σε κιανα πανηγύρι και αργούσα πάντοτες να γαήρω σπίτι μου και μόλις ήθελα να δείξω στο χωριό, πηγαίνανε και λέγανε τση γυναίκας μου « Ήρθε ο άντρας σου», κι αυτή έβγαινε στην αυλή και μ’αρχίνιζε στσοι ψαλμούς (γέλια)...[...]

------------------------------------------

Ι.Π: Έπαιζες και ευρωπαϊκά τραγούδια;

Ν.Χ: Ναι, βεβαίως, δεν τα'παιζα όπως οι σπουδαγμένοι, αλλά το κατάφερνα. Γιατί ήτανε ας πούμε τότε κολακευτικό πράμα το να κατέει ένας οργανοπαίχτης να παίζει τέτοια πράματα. Μια φορά να σου πώ, έπαιζα σε ένα καλό σπίτι, αρχοντόσπιτι δηλαδή, στη Χαλέπα, αρραβώνιαση. Κι ο γαμπρός ήτανε έμπορας από την Αθήνα κι είχε φερμένους καμπόσους ετσά αριστοκράτες, δασκάλους και τέτοια. Και των έκαμα καλή εντύπωση που έπαιζα τέτοιους χορούς και ευχαριστηθήκανε και μάλιστα, ένας μου έδωκε ρεγάλο ένα καλό ρολόϊ, ιταλικό.

Ι.Π: Καλό δώρο έ;

Ν.Χ: Για’κείνους τσοι χρόνους ναι, σου μιλώ για πρίν τον πόλεμο. Μα δεν μου’μεινε το ρολόϊ γιατί το έδωκα ενός συγγενή μου να μου το κουρντίσει κι αυτός το πήρε και δεν το γάηρε ποτές.

Ι.Π: Πάντως μπάρμπα-Νικολή, παρόλο που’σαι μεγάλος, στέκεις καλά. Κι αυτό που με εντυπωσιάζει είναι ότι το μνημονικό σου δουλεύει άριστα..

Ν.Χ: (γέλια) του διαόλου μυρίζω πρέπει (γέλια). Γιάε, εμείς ζούσαμε πώς να στο πώ, στην εξοχή, δεν μας μαγάρισαν οι πολιτείες και αυτά τα πράματα που γροικώ και λένε. Εμένα δεν μου άρεσε το περίσιο πράμα. Δηλαδή, θα πιώ στην παρέα, αλλά δεν θα πιώ κι ένα βαρέλι. Θα έπαιρνα ένα τσιγάρο να φουμάρω στην παρέα αλλά δενε φούμερνα και πενήντα. Θα μου πείς, κι ο Μαργιάνος καλή ζωή έκανε, δεν ήτανε τση περίσιας κι αυτός, ζήτημα δηλαδή στη ζωή του να έχει πιωμένες πέντε οκάδες κρασί και μισή οκά τσικουδιά, μα να’τονε, την έπαθε την ζημιά προ καιρού. Από την άλλη πάλι λέω, κι ο Κουνελοκωσταντής έπινε που του’δινε και καταλάβαινε. Αυτός εγέμιζε κρασί το βιολί κι έπινε από τσοι τρύπες, κι έτρωε ένα ρίφι στην καθησιά του. Αμα δεν έπινε πέντε-έξι κρασιές και να φάει κάμποσες μπουκιές κρέας δεν χερίκωνε να παίξει. Μα να που έζησε σχεδόν εκατό χρόνους. Είναι στον άνθρωπο δηλαδή. Και σκέψου ότι εγώ έχω καεί στην ζωή μου με το κοπέλι μου και με δικούς μου ανθρώπους, στεναχώριες δηλαδή που να μην τσοι ζήσει άνθρωπος. Ούλα είναι απ'τον Θεό... [...]


Σύντομα θα ακολουθήσει και το 'β μέρος των αποσπασμάτων αυτής της συνέντευξης, όπως και τα αποσπάσματα συνεντεύξεων με τον Γ.Κουτσουρέλη, τον Ν.Σαριδάκη ή Μαύρο και τον Κ.Παπαδάκη ή Ναύτη.