Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 2010

Ο ΧΑΡΧΑΛΗΣ ΣΤΟ ΡΕΘΥΜΝΟ ΤΗΝ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ '30




Άπό το άρθρο του Γ.Δασκαλάκη που δημοσιεύτηκε το 1987 στον τοπικό τύπο. Από το αρχείο του Βαγγέλη Παπαδάκη.

=============================================

Αν και πέρασαν τόσα χρόνια, η παιδική ματιά μου δεν θάμπωσε την μνήμη όλων όσων έζησα εκείνο το καλοκαίρι του ’32 στο Ρέθυμνο. Πανηγύρια, γλέντια, μουσική και τραγούδια, όλα όσα μας λείπουν σήμερα, στην Ελλάδα της νέας εποχής και της Ε.Ο.Κ. Παραθερίζαμε τότε στο πατρικό σπίτι του πατέρα μου στην καρδιά του Ρεθύμνου και λόγω του ότι ο πατέρας μου είχε πολλούς φίλους, σχεδόν καθημερινά ήμασταν καλεσμένοι και σε κάποιο σπίτι, σε κάποιο γλέντι.
Ένας οικογενειακός μας φίλος έκανε μεγάλο τραπέζι λόγω του πανηγυριού του Αγίου Παντελεήμονα στο Άδελε και μας είχε καλέσει. Εμείς βέβαια ήμασταν μεγάλη οικογένεια και η μετακίνηση ήταν κάπως δύσκολη εκείνα τα χρόνια, όμως βρήκαμε τρόπο και από την παραμονή το πρωί ήμασταν στο πανέμορφο αυτό χωριό. Εγώ, σε ηλικία δέκα ετών, η μεγάλη μου αδελφή στα δεκαπέντε της και ο μικρός μας αδελφός στα επτά του χρόνια. Θυμάμαι με πόση ανυπομονησία περιμέναμε να στηθούν τα τραπέζια και να αρχίσουν τα όργανα. Βέβαια, όλα αυτά τα γεγονότα που κατέγραψε η παιδική μου ματιά, τα διηγιόταν για πολλά χρόνια ο πατέρας μου με θαυμασμό. Ξάφνου, ακούσαμε φωνές και είδαμε μια μεγάλη παρέα να έρχεται και να προπορεύονται δύο άλογα. Στα άλογα πάνω ήταν οι δύο περίφημοι οργανοπαίχτες, ο Χάρχαλης και ο Μαυροδημητράκης. Λεβέντες, ντυμένοι με γκυλότες και στιβάνια. Ο Χάρχαλης ήταν ο καλύτερος βιολιστής του νομού Χανίων κι ίσως και ολόκληρης της Κρήτης εκείνη την εποχή. Η φήμη του, έφτανε μέχρι τα χωριά του Ρεθύμνου. Ο Χάρχαλης, από ότι μάθαμε, έπαιζε σε ένα μεγάλο γαμήλιο γλέντι στην Αργυρούπολη και εκεί τον βρήκανε μερικοί μερακλήδες Αδελιανοί και τον έφεραν στο πανηγύρι. Έκανε μεγάλη εντύπωση του πατέρα μου ότι, αν και μετά από τρείς κοπιαστικές μέρες γλεντιού ο Χάρχαλης ήταν ορεξάτος, χαμογελαστός και πεντακάθαρος! Κι έπειτα, άρχισαν να παίζουν. Οι μελωδίες γέμισαν τον αδελιανό αγέρα, τα τραγούδια έφτασαν μέχρι την κορυφή του Ψηλορείτη. Ο Χάρχαλης έπαιζε με μοναδικό τρόπο το βιολί του και η γλύκα του οργάνου του, γέμιζε τις ψυχές μας. Δίπλα του, ο λαουτιέρης Σταύρος Μαυροδημητράκης, τον συνόδευε υποδειγματικά με εξαίσιες πενιές, από αυτές που πραγματικά σε κάνουν να σηκωθείς και να χορέψεις μέχρι τελικής πτώσεως. Το γλέντι συνεχιζόταν με μεγάλη διάθεση και ο κόσμος διασκέδαζε ευχαριστημένος από την εξαίσια μουσική, παρόλο που πρέπει να τονίσω ότι εκείνη την εποχή, οι κισσαμίτικοι σκοποί και χοροί δεν ήταν ευρέως διαδεδομένοι στον νομό Ρεθύμνης. Πιο πέρα έπαιζαν οι δύο ταλαντούχοι και νέοι για την εποχή καλλιτέχνες, ο Μανώλης Σταγάκης, ο εξαίσιος αυτός οργανοποιός, κι ο Σταύρος Ψύλλος, ο αείμνηστος λαουτιέρης. Μα αλίμονο, ο κόσμος είχε τρέξει να ακούσει τον Χάρχαλη και έτσι λοιπόν, ελάχιστοι ήταν αυτοί που κάθισαν στην μεριά τους. Κι εκεί φανερώθηκε το μεγαλείο του χαρακτήρα του Χάρχαλη. Μετά το γλέντι, τους πλησίασε, τους κέρασε και είπε «Βρε κοπέλια, ελάτε να παίξετε σε ένα γλέντι στην Κίσσαμο να βγάλετε κι ένα χαρτζιλίκι γιατί εγώ δυστυχώς δεν προλαβαίνω να πάω». Αυτοί με χαρά αποδέχτηκαν την πρόκληση του Χάρχαλη και μάλιστα, ο ίδιος ο Ψύλλος έλεγε κατόπιν του πατέρα μου ότι ο Χάρχαλης ήταν πραγματικός άρχοντας. Το γλέντι κράτησε αρκετές ώρες, μέχρι που ήρθε η ώρα να επιστρέψουν οι καλλιτέχνες στην Κίσσαμο. Ο κόσμος τους περικύκλωσε, δεν τους άφηνε να φύγουν, μερικοί άλλοι τους καλούσαν να πάνε να παίξουν στα σπίτια τους κι ο Χάρχαλης, πάντα χαμογελαστός, αποκρινόταν σε όλους και έλεγε «Σε άλλη στρατιά θα ξανασμίξουμε». Δυστυχώς, δεν αξιώθηκα να τον ακούσω ξανά σε κάποιο γλέντι, δεν έμαθα αν ξαναήρθε στο Ρέθυμνο, αν και στην Αθήνα μετέπειτα πήγα και γνώρισα τον συνεργάτη του, τον Σταύρο Μαυροδημητράκη, με τον οποίο διατηρώ ακόμα και σήμερα φιλικές σχέσεις. Σίγουρα όμως, αυτό το γνήσιο κρητικό γλέντι με τον θρυλικό αυτόν καλλιτέχνη, έχει χαραχτεί έντονα στην μνήμη μου και δεν θα ξεχαστεί ποτέ.