Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 2010

ΑΡΘΡΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ








ΆΡΘΡΟ ΤΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΚΗ
================================


Τον βλέπεις να πιάνει το λαγούτο και να το χαϊδεύει με τρόπο στοργικό. Σαν γονιός που κανακίζει το παιδί του. Ψηλός, λεβέντης, επιβλητικός. Μα αλήθεια, πόσο όμορφα δένει η σωματική του ομορφιά, με την ομορφιά των ήχων του λαούτου του. Κι έπειτα, ατελείωτα ταξίμια σε μουσικούς κόσμους που τους φυσάει το θαλασσινό αγέρι και τους δροσίζει η ψηλότερη κορυφή.
Σαν το "Άρωμα", ευωδιάζουν οι πενιές του, πότε γλυκιές, πότε άγριες, μα σίγουρα, μερακλήδικες. Ο Γιώργος Κουτσουρέλης ήταν και θα είναι ο κορυφαίος καλλιτέχνης του λαούτου. Αλάνθαστος σε κάθε μουσική του εκτέλεση και σύνθεση, ήξερε την αρχή και το τέλος της κάθε μελωδίας, ήξερε πού και πώς θα στολίσει τον κάθε σκοπό, χωρίς περιττές και ανούσιες φιγούρες, σαν αυτές που ακούμε σήμερα και αναρωτιόμαστε, μα που πήγε η γνησιότητα;
Αγάπησε με πάθος την κρητική μουσική, τον αγάπησε όμως κι αυτή. Μια αγάπη που κράτησε μέχρι την τελευταία στιγμή της φυσικής του παρουσίας. Το Καστέλλι, η τρανή αυτή πολιτεία των Χανίων, καυχήθηκε που γέννησε μια τέτοια προσωπικότητα. Και ο Κουτσουρέλης όμως, λάτρεψε την γενέτειρα του, που ποτέ δεν την αποχωρίστηκε. Έζησε όλα τα χρόνια του βίου του στο Καστέλλι, εργάστηκε στο καφενεδάκι του, το έκανε στέκι των ντόπιων μουσικών και μερακλήδων, κερνούσε όλο τον κόσμο με τσικουδιά και πενιές.
Ο γλυκόλαλος Χάρχαλης, ο λεβέντης Μαριάνος, ο μερακλής Κουφιανός, ο άρχοντας Καραβίτης, ο τρανός Μαύρος, όλοι αυτοί, μια μουσική παρέα και στην μέση αυτής, ο Κουτσουρέλης με το λαούτο του, να κεντάει με τις πενιές του. Έπαιξε και με τον Ναύτη, τον Κουνέλη, τον Μουντάκη, συνεργάστηκε για λίγο με τον αγγελικό Ξυλούρη, άκουσε τις συνθέσεις του να τραγουδιούνται από τα χείλη του Τζιμάκη, του Τζινευράκη και του Κορωνιωτάκη, αντάμωσε με τον θρυλικό Τσέγκα, ταίριαξε με τον αδελφό του τον Στέλιο, μα πάνω απ΄όλα, άλλαξε τα δεδομένα, μεγαλούργησε, εργάστηκε πάνω στο λαούτο για να του δώσει την αίγλη που του αξίζει. Διπλοπενιές, ταξίμια, συρτά που για χρόνια ρίζωσαν στην Κίσσαμο, όλα αυτά χώρεσαν στο όργανο του Κουτσουρέλη. Αδυναμία του, οι παλαιοί κισσαμίτικοι συρτοί, αδυναμία του όμως και οι συνθέσεις του, τα "Εξευγενισμένα Κισσαμίτικα συρτά" όπως τα ονόμαζε ο ίδιος. Οι προσωπικές του συνθέσεις, τις οποίες είναι σχεδόν αδύνατον να τις αναφέρουμε όλες, έχουν βαθιές ρίζες στην παμπάλαιη παράδοση της μουσικομάνας Κισσάμου, φέρνουν όμως έναν νέο αέρα, μια φρεσκάδα, ένα φωτεινό χρώμα.
Πολύ δύσκολο σήμερα να ακούσουμε ένα παίξιμο, αντάξιο με αυτό του Κουτσουρέλη. Ο ίδιος, μπορεί να είχε πολλούς μιμητές, δεν είχε όμως κανέναν διάδοχο. Ίσως, να μην θέλησε να έχει κιόλας....ποιός ξέρει; Η νέα γενιά των λαουτιέρηδων, οφείλει πολλά στον Κουτσουρέλη, έστω κι αν δεν το ξέρει.
Αν ο Κουτσουρέλης,ξεκινούσε σήμερα, εν έτει 2004, δεν ξέρω αν θα είχε την ίδια λαμπρή πορεία, την ίδια άξια σταδιοδρομία, κι αυτό γιατί σήμερα η μουσική έχει κατακλυστεί από ατάλαντους, φιγουρατζήδες και φωνακλάδες μουσικούς που κερδίζουν την συμπάθεια του κόσμου όχι γιατί το αξίζουν, αλλά γιατί έχουν καλύτερες δημόσιες σχέσεις, γιατί πουλάνε πιο επιμελώς την εικόνα τους. Κι ο Κουτσουρέλης, σε κάτι τέτοια, δεν έχει θέση. Για αυτόν, μιλάει η δουλειά του, η τέχνη του, η προσφορά του, το λαούτο του. Μιλάει η πενιά του, που διαλαλεί περίτρανα σε όλους ότι "ήταν ο καλύτερος".