Τρίτη 3 Αυγούστου 2010

ΝΙΚΟΛΗΣ ΤΣΕΓΚΑΣ


Με τον Δ.Χριστοφοράκη και τον Στ. Λαϊνάκη
Στο καϊκι με την γυναίκα του την Μαρία (Οι παραπάνω φωτογραφίες είναι από το αρχείο του Ανυφαντάκη)

1900 - 1966

«Γραμβούσα με το κάστρο σου στον κόσμο ξακουσμένη, κι από τον Τσέγκα τον ψαρά χιλιοτραγουδισμένη». Έχουν περάσει πολλά χρόνια από εκείνη την μαύρη ημέρα που έφυγε από την ζωή ο Νικολής Τσέγκας, κι όμως, ο θρύλος που τον συνοδεύει ακόμα είναι μεγάλος. Υπήρξε ένας εκ των σπουδαιοτέρων λαϊκών συνθετών της κρητικής μουσικής. Ένας άνθρωπος γνήσιος, χωρίς ίχνος υποκρισίας και εγωισμού. Παθιασμένος με την θάλασσα και την μουσική. Για αυτόν, ιεροτελεστία το ψάρεμα, αλλά ιεροτελεστία και η μουσική του ενασχόληση. Η καταγωγή του Τσέγκα ήταν από τα Βάτικα Λακωνίας. Ο πατέρας του, ψαράς κι αυτός, ήρθε και ρίζωσε στην Κίσαμο κι εκεί ο Νικολής μεγάλωσε και γαλουχήθηκε με τους ήχους των συρτών, των βιολιών και των λαγούτων. Όλη η ζωή του, ένα τραγούδι. Τραγουδούσε στο ψάρεμα, πάνω στην βάρκα, στο πλέξιμο των διχτυών, στα καφενεία και στις παρέες, στα υπαίθρια νοσταλγικά γλέντια εκείνης της εποχής. Τραγουδούσε με ινάτι, με μεράκι. Όλοι οι οργανοπαίχτες της Κισάμου ήταν φίλοι του. Όλοι τον γνώριζαν και τον ανέβαζαν στο πάλκο να τραγουδήσει έναν σκοπό. Ο Μιχάλης Κουνέλης έλεγε: «ένα κατοσταράκι κρασί να του έβαζες, αυτό ήταν η χαρά του. Και μετά, δεν τον έκανε κανείς ζάφτι στο τραγούδι». Ο Τσέγκας δεν έπαιζε κανένα μουσικό όργανο, δεν είχε σπουδάσει μουσική με την απόλυτη έννοια. Παρόλα αυτά, οι συνθέσεις του είναι απόλυτα σωστές κι εναρμονισμένες με την υφή και την ακουστική της κισαμίτικης μουσικής. Τα συρτά του, αψεγάδιαστα, πλούσια σε ρυθμό και σε βάθος γυρισμάτων. Που τα συνέθεσε; Μα, στο πέλαγος, στην βάρκα πάνω. Τα κρατούσε στην μνήμη του παίζοντας «μπουκόλυρα», δηλαδή, σφυρίζοντας τα, μιμούμενος τον ήχο του οργάνου. Αιτία έμπνευσης γι’αυτόν ήταν μια καλή ψαριά, η γαληνεμένη θάλασσα, το ίδιο του το μεράκι εν κατακλείδι. Περπατούσε από την μία άκρη του καστελλιανού «τσαρσιού» έως την άλλη, έχοντας κρεμασμένο στα δάχτυλα του ένα μεγαλόπρεπο μπαρμπούνι και τραγουδούσε με την βραχνή του φωνή «έλα, άχι μπαρμπούνι μου…» . Κι άκουγαν όλοι το τραγούδι του, τον σκοπό του και τον συνόδευαν τραγουδιστά σε όλο το Καστέλλι. Όταν δέ, είχε κάποιον σκοπό στα σκαριά, για να μην τον ξεχάσει, δεν έλεγε ούτε καλημέρα σε κανέναν για να μην τον απασχολήσουν και τον μπερδέψουν. Έμπαινε στο καφενείο του Γιώργη Κουτσουρέλη και του έλεγε «ούλους τσοι κερατάδες τσοι Καστελλιανούς τσ’απάντηξα σήμερα και παρολίγο να ξεχάσω τον σκοπό». Με τον Κουτσουρέλη είχε στενή συνεργασία, όπως και με τον Ναύτη, τον Χάρχαλη κ.α. Συνθετικά σήμερα, του αποδίδονται οι μελωδίες Γραμπουσιανός συρτός, Μπαρμπούνι συρτός, Ακολουθία Μπαρμπουνιού, Κακράπης συρτός και Αζογυριανός. Αυτές είναι οι μελωδίες που παίχτηκαν περισσότερο και ηχογραφήθηκαν. Δεν είναι όμως μόνο αυτές οι συνθέσεις του. Υπάρχουν κι άλλες πολλές, ανέκδοτες ως επι το πλείστον, αν και ο Θοδωρής Πολυχρονάκης, αυτός ο εξαίσιος βιολιστής, πρίν λίγα χρόνια ηχογράφησε μερικούς από τους ξεχασμένους σκοπούς του Τσέγκα. Και λίγα λόγια για τον Κακράπη συρτό. Ο Κακράπης, πήρε το όνομα του από την ομώνυμη ξέρα, γύρω στα πενήντα μέτρα βάθος που βρίσκεται ανάμεσα από τον Ποντικό και την Γραμβούσα. Η ψαριά του Τσέγκα εκείνη την μέρα ήταν μεγαλόπρεπη, ροφοί και βλάχοι. Από την χαρά του συνέλαβε αυτό τον σκοπό που όμοιος του δεν υπήρχε, αλλά ούτε και σήμερα υπάρχει , διότι αποτελεί τον πιο δύσκολο και δαιδαλώδη σκοπό συρτού στην κρητική μουσική μέχρι και τις μέρες μας. Έχει συντεθεί σε σαράντα μουσικά μέτρα με πολλά γυρίσματα (μερικοί λένε ότι έχει δέκα γυρίσματα). Ο Τσέγκας με το ασπούδαστο μυαλό, κατόρθωσε να συνθέσει την σπουδαιότερη και δυσκολότερη μελωδία στην ιστορία του κρητικού συρτού. Σύμφωνα με πολλούς ειδήμονες, ο Ναύτης, ο Κουτσουρέλης κι ο Χάρχαλης έπαιζαν πιο σωστά από όλους τον συρτό αυτόν. Το έργο του Τσέγκα είναι δύσκολο να το απαριθμήσουμε σήμερα, μιας και όπως προείπαμε, είναι πολλές οι ανέκδοτες συνθέσεις του, αλλά και πολλές οι συνθέσεις που τις καπηλεύτηκαν κάποιοι άλλοι εις βάρος του. Το τέλος του Τσέγκα, ήταν τραγικό. Στις 8 του Δεκέμβρη του 1966 χάθηκε στα νερά της λατρεμένης του Γραμβούσας, μετά από μια φοβερή τρικυμία, λίγες ώρες πρίν σημειωθεί το μεγάλο ναυάγιο του πλοίου «Ηράκλειο» στην Φαλκονέρα. Η γυναίκα του, η κυρά –Μαρία, δεν μπόρεσε να τον κρατήσει πάνω στην βάρκα, κι έτσι ο μεγάλος συνθέτης και τροβαδούρος πνίγηκε. Στο σημείο που χάθηκε, έχει αναγερθεί μνημείο προς τιμήν του από τον σύλλογο προβολής Κισάμου «Η Γραμβούσα». «Να’τανε τρόπος να μιλούν ο Σπάθας κι η Γραμπούσα, τον Τσέγκα υπερήφανα θα το’νε χαιρετούσαν».




Ακούστε τον Θ.Πολυχρονάκη στον Κακράπη και στον Αζογυριανό του Τσέγκα.

ΗΛΙΑΣ ΔΡΟΣΕΡΑΚΗΣ - ΔΡΟΣΕΡΟΣ

Ο Δραπανιάς Κισάμου


1878 - 1944

Παλιός τεχνίτης στο μπουλγαρί, από τον Δραπανιά Κισάμου.
Ερασιτέχνης μουσικός, από τους ελάχιστους καλλιτέχνες της χανιώτικης υπαίθρου που έπαιζαν μπουλγαρί, μιας και αυτό το όργανο μέχρι και χρόνια του μεσοπολέμου το συναντούσε κανείς στα αστικά κέντρα της Κρήτης. Άλλος ένας Δραπανιανός έπαιζε μπουλγαρί, ο Παναγιώτης ο Ραϊσάκης.
Ο Δροσερός όμως έμεινε στην μουσική ιστορία του τόπου για μία και μοναδική σύνθεση: Τον συρτό του Δροσερού, ή, τον Συρτό της Χαραυγής όπως ονομάστηκε κατόπιν.
Είναι ο πιο αργός σε ρυθμό κισαμίτικος συρτός με πλούσια και όμορφη μελωδία. Έχει διασκευαστεί από πολλούς καλλιτέχνες κατά καιρούς, οι περισσότερες διασκευές όμως ατύχησαν να "πιάσουν" την ομορφιά αυτής της μελωδίας. Εξαίρεση, η ηχογράφηση από τον Στρατή Γαλαθιανό και τον Δημήτρη Γαλάνη με την φωνή του αξεπέραστου Θεοχάρη Τζινευράκη.
Ο Ηλίας Δροσερός έπαιξε με διαφόρους καλλιτέχνες της περιοχής, όπως με τον Μαριαναντρίκο, τον Χάρχαλη, τον Ζερβό κ.α.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΚΑΚΗΣ

Χωρίς αμφιβολία, ένας σπουδαίος λυράρης. Ανήκει στην γενιά που σήμερα κρατά τα σκήπτρα στην κρητική μουσική. Γεννήθηκε στα Χανιά το 1974 και κατάγεται από το Βαβουλέδο, οικισμό των Παλαιών Ρουμάτων Κισάμου. Από πολύ μικρός αγκάλιασε την λύρα για να γίνει το όργανο της ζωής του. Μαθήματα πήρε από τον Κώστα Μουντάκη. Ο μεγάλος Μουντάκης δεν άργησε να καταλάβει την αξία του μαθητή του. Ο Δημήτρης Βακάκης παίζει επαγγελματικά από έφηβος σχεδόν, έχοντας πλέον δημιουργήσει πολλούς μιμητές. Δεξιοτέχνης άψογος, πολύ καλός τραγουδιστής και γνώστης των μουσικών καταβολών της περιοχής. Το παίξιμο του είναι πλουσιότατο, άκρως τεχνικό. Πατάει πάνω στις διδαχές του Μουντάκη, εμπλουτίζει ομως την λύρα του με τα μουσικά ιδιώματα της Κισάμου και μεσω αυτών, έχει προβάλει την δική του μουσική προσωπικότητα. Στο ενεργητικό του έχει δεκάδες εμφανίσεις στο εξωτερικό, τρείς προσωπικές δισκογραφικές δουλειές όπου περιέχουν προσωπικές του συνθέσεις και ένα βραβείο στον διαγωνισμό κρητικής μουσικής. Επίσης, έχει διδάξει κατά καιρούς σε ωδεία. Κατά γενική γνώμη πολλών, αλλά και προσωπική αν θέλετε, ίσως είναι ο καλύτερος χειριστής της λύρας στην Κρήτη. Το παίξιμο του, είναι δύσκολο να αντιγραφεί γιατί ο Δημήτρης αυτοσχεδιάζει μανιωδώς στους διάφορους σκοπούς, βγάζοντας ένα λαμπρό αποτέλεσμα.

Ακούστε εδώ τον Δημήτρη Βακάκη:

ΜΙΧΑΛΗΣ ΛΟΥΦΑΡΔΑΚΗΣ

Ο Μιχάλης Λουφαρδάκης είναι από τους νέους ελπιδοφόρους και δεξιοτέχνες μουσικούς των Χανίων. Δαιμόνιος χειριστής του δοξαριού, από τους καλύτερους της νέας γενιάς.Γεννήθηκε το 1978 στα Χανιά και κατάγεται από τα Παλαιά Ρούματα Κισάμου, το χωριό με την πλούσια μουσικοχορευτική παράδοση. Επηρεασμένος από τον τόπο καταγωγής του, αλλά και από το οικογενειακό του περιβάλλον, μιάς και ο πατέρας του έπαιζε λαγούτο, δεν άργησε να πιάσει στα χέρια του το βιολί. Στον σύλλογο του "Χάρχαλη" έκανε τα πρώτα του βήματα με τον βετεράνο Σταύρο Καντηλιέρη, πήρε όμως και μαθήματα από τον Μιχάλη Κουνέλη και τον Κωστή Παπαδάκη ή Ναύτη. Σημαντικές οι επιρροές από τον συγχωριανό του, τον παλαιό βιολιστή Γουβεροκωστή. Ο Μιχάλης παίζει, μπορούμε να πούμε, στην "γραμμή" του Ναύτη, έχοντας όμως και στοιχεία από τον Γουβεροκωστή. Έχει συνεργαστεί με αξιόλογους λαγουτιέρηδες και χαράζει την δική του πορεία στην κρητική μουσική με σεμνότητα και αγάπη για αυτό που κάνει.


Ακούστε τον Μιχάλη εδώ: